παρέκτασις — stretching out fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτάσει — παρέκτασις stretching out fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρεκτάσεϊ , παρέκτασις stretching out fem dat sg (epic) παρέκτασις stretching out fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτάσεις — παρέκτασις stretching out fem nom/voc pl (attic epic) παρέκτασις stretching out fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκτασιν — παρέκτασις stretching out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκταση — η / παρέκτασις, άσεως, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. προσθήκη τμήματος σε ένα σύνολο για να συμπληρωθεί ή να επιμηκυνθεί, έκταση σε μήκος, επέκταση, επιμήκυνση («χρονικὴ παρέκτασις», Σέξτ. Εμπ.) 2. γραμμ. η επαύξηση τού συνολικού αριθμού τών συλλαβών μιας… … Dictionary of Greek
παρεκτάσεων — παρεκτάσεω̆ν , παρέκτασις stretching out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτάσεως — παρεκτάσεω̆ς , παρέκτασις stretching out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)